Ίσως είναι φιλόδοξο, αλλά δεν πειράζει.
Από τότε που αναδημοσίευσα το Orientation, το εκπληκτικό αυτό διήγημα του Daniel Orozco, είχε περάσει από το μυαλό μου η τρελή ιδέα να ζητήσω από γνωστούς κι αγνώστους να μεταφράσουν ξενόγλωσσα διηγήματα που πέφτουν στα δικά μου ή δικά τους χέρια ώστε να δημοσιεύονται εδώ για όσους δεν μπορούν ή δεν θέλουν να τα διαβάσουν στο πρωτότυπο.
Με πρόλαβε η Στέλλα Κάσδαγλη. Η Στέλλα είναι πολυπράγμων: δημοσιογράφος, συγγραφέας, μεταφράστρια , μπλόγκερ, ακτιβίστρια – αλλά και καλή φίλη. Μόλις είδε το Orientation, πρότεινε με χαρά να μεταφράσει κάποιο διήγημα που θα διαλέγαμε μαζί. Ενθουσιάστηκα!
Της έστειλα τη συλλογή των μετα-αποκαλυπτικών διηγημάτων Cataclysm, Baby του Matt Bell. Η Στέλλα πέρασε τις διακοπές της σε ένα μπαλκονάκι στην Πελοπόννησο μεταφράζοντας για εμάς ένα από τα εφιαλτικότερα διηγήματα του βιβλίου:
Justina, Justine, Justise
Για το πρώτο έγκλημα, οι κόρες μου μού πήραν μόνο τον αντίχειρα. Αρνήθηκαν να ζητήσουν συγγνώμη για την επιθετικότητά τους, ακόμη κι όταν τους ζήτησα το λόγο, ακόμη κι όταν τους έκανα άνω κάτω το δωμάτιο και κατάσχεσα το τσεκούρι που είχαν κρύψει μέσα στο κουτί με τα παιχνίδια τους, κάτω από το μικρό σφυράκι του δικαστηρίου.
Όταν τις έστησα στη σειρά και κατηγόρησα τη μεγάλη μπροστά στις αδερφές της, το μόνο που είχε να πει ήταν ότι η δίκη μου ήταν δίκαιη, έστω κι αν την έκαναν ερήμην μου: μία είχε αναλάβει το ρόλο του δικαστή, μία του κατηγόρου, μια της υπεράσπισης.
Η μεσαία μου κόρη έφτυσε κάτω, στα υπολείμματα του φθαρμένου μας χαλιού, και είπε ότι η υπεράσπισή μου ήταν ιδιαιτέρως δύσκολο κομμάτι, δεδομένης της καταφανούς ενοχής μου. «Ίσως θα έπρεπε να πεις στη μητέρα ότι τον αντίχειρά σου τον έκοψες στη δουλειά, ώστε να μη χρειαστεί να μάθει γιατί σου τον πήραμε» είπε. «Η υπόθεσή σου θα παραμείνει στο αρχείο, μέχρι να αποφασίσεις να την ξανανοίξεις εσύ» είπε, κι ύστερα έκανε πάνω από τα χείλη της την κίνηση του κλειδώματος που της είχα μάθει εγώ, όταν δεν ήταν ακόμα παρά το μωρό μου, όταν χρειάστηκε για πρώτη φορά να μάθει τι σημαίνει μυστικό.
Και της μικρότερης τα μάτια, αν και θολά, πόσο αυστηρά ήταν, πάνω στο χλωμό της πρόσωπο, έτσι όπως αιωρούνταν πάνω από τον ψηλό γιακά του πιο μαύρου απ’ όλα τα φορέματά της: παρότι ήταν τυφλωμένη κι αυτή, όπως και οι δύο αδερφές της, το άδειο βλέμμα της δεν έπαυε να κατηγορεί, να απειλεί, να με κάνει να ντρέπομαι γι’ αυτό που ήμουν.
Αυτή ήταν, η μικρότερη, που με οδήγησε πίσω στο δωμάτιό μου, με το χεράκι της διπλωμένο μέσα στο γερό δικό μου, ενώ μου εξηγούσε ότι ήλπιζαν όλες τους πως είχα πάρει το μάθημά μου, γιατί δεν ήθελαν να ξανακούσουν για τα χάλια μου.
Κι ύστερα γύρισαν το κλειδί στην κλειδαριά, φυλακίζοντάς με, μέχρι που ήρθε η γυναίκα μου να με σώσει και να μου κάνει παρατήρηση που άφησα τα κορίτσια μόνα τους, γιατί ποιος ξέρει τι ζημιές θα μπορούσαν να κάνουν όσο δεν τις πρόσεχε κανείς.
Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να γίνω πιο διακριτικός: Έστελνα μηνύματα μόνο από τη δουλειά. Έβγαινα έξω αφού εκείνες είχαν πάει στα κρεβάτια τους. Άλλαζα ρούχα όσο ακόμα ήμουν εκτός σπιτιού, ώστε να μην υπάρχει περίπτωση να μυρίσουν την άλλη πάνω μου. Ώσπου ξύπνησα με το ένα μου χέρι κομμένο από τον αγκώνα, με ένα λάστιχο δεμένο σφιχτά γύρω από το κολόβωμα και μ’ ένα βαμβακερό ύφασμα ποτισμένο μορφίνη να μου κλείνει το στόμα.
Και βρέθηκα ν’ αναρωτιέμαι πού είχαν βρει τα εργαλεία τους τα όμορφα κορίτσια μου, πού είχαν μάθει τέτοια επιδέξια γιατρικά. Και βρέθηκα να μην ξέρω τι να πω ούτε στη γυναίκα μου ούτε στην ερωμένη μου, που τις είχε φάει και τις δύο η περιέργεια για τα τραύματά μου, ενώ παρέμενα ανίκανος να αποφασίσω, να διαλέξω τη μία γυναίκα έναντι της άλλης.
Τώρα ακούω το σφυράκι να χτυπάει μέσα στον ύπνο μου. Ακούω τη μεγάλη μου κόρη να το κοπανάει με όλο του το βάρος πάνω στην επιφάνεια του μικρού, παιδικού της γραφείου, να καλεί τη μεσαία να παρουσιάσει την ανούσια επιχειρηματολογία της και τη μικρή… Γιατί τι θα μπορούσε η μεσαία να πει προς υπεράσπισή μου; Τι περισπούδαστα ψέματα θα μπορούσε να επικαλεστεί που οι άλλες να τα πιστέψουν; Όταν το μόνο που ήθελε από μένα ήταν να αναγνωρίσω το λάθος μου, να μετανοήσω και να ξαναμπώ στον ίσιο δρόμο, έτσι ώστε να μείνουμε με τη μάνα της παντρεμένοι για πάντα;
Μια από τις τελευταίες μέρες της παράνομης σχέσης μου, πιάνω τη μεσαία μου κόρη και τη σηκώνω ψηλά. Νιώθω στα χέρια μου πόσο έχει αδυνατίσει, βλέπω πόσο έχουν ξεφτίσει τα μαλλιά της κάτω από τις κορδέλες. Εκείνη απαντάει στις συγγνώμες μου με ένα χαστούκι και σπαρταρώντας ελευθερώνεται από το αγκάλιασμά μου. «Μη σου περάσει από το μυαλό ότι είμαι ακόμα το κοριτσάκι του μπαμπά» λέει. «Σε υπερασπίστηκα μόνο και μόνο επειδή δεν θα το έκανε κανένας άλλος» λέει. «Στο δίκιο διχαζόμαστε αλλά στην τιμωρία είμαστε ένα» λέει. Το νανούρισμα που τραγουδάει καθώς απομακρύνεται εγώ της το έμαθα. Εγώ καθόμουν δίπλα στην κούνια της και της κρατούσα το χέρι όταν δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Εγώ την κουνούσα και την τάιζα όταν η μάνα της δεν μπορούσε, εξαντλημένη όπως ήταν από τις δύσκολες εγκυμοσύνες και την αλλαγή του αέρα.
Θέλω αυτή η πρότερη καλή διαγωγή να μετρήσει, αλλά ξέρω ότι δεν κάνει διαφορά. Ύστερα από μερικές εβδομάδες, ξυπνάω δεμένος στο, άδειο πια, κρεβάτι μου. Δεν μπορώ να διακρίνω τίποτα μέσα στο σκοτάδι, παρά μόνο τις φιγούρες των τυφλών κοριτσιών μου, με τα μαύρα τους φορέματα και τα λευκά μαντίλια δεμένα σφιχτά γύρω από τα άδεια μάτια τους. Κι ύστερα το βλέπω να ‘ρχεται και μαζί μ’ αυτό κι εκείνες: είναι τα παιδιά που μου αξίζει να έχω, έστω κι αν δεν ήταν ποτέ εκείνα που ήθελα να έχω. Οι τρεις μαινάδες μου, οι τρεις μαινόμενες κόρες μου.
Βρήκα τη μετάφραση υπέροχη, το ίδιο το διήγημα(όπως και όλο το βιβλίο) παράξενα καθηλωτικό.
Ζητούνται έτεροι ενδιαφερόμενοι με κέφι και όρεξη να μεταφράσουν το Orientation ή οποιοδήποτε άλλο ξενόγλωσσο διήγημα της αρεσκείας τους (παρεμπιπτόντως, το The New Yorker δημοσιεύει συχνά κάποια σπουδαία διηγήματα τα οποία ουδέποτε φτάνουν σε εμάς). Ευχαριστώ εκ των προτέρων.
Υ.Γ.: Στέλλα, σε ευχαριστώ για όλα.
3 σκέψεις σχετικά με το “Μεταφρασμένα αμετάφραστα διηγήματα Ι: «Justina, Justine, Justise»”