
Όταν πριν από ακριβώς δύο χρόνια έγραφα εδώ για το Δε Λες Κουβέντα, το πρώτο μυθιστόρημα του Μάκη Μαλαφέκα, είχα μόνο μία μικρή επιφύλαξη που τότε δεν είχα μοιραστεί. Είχα τότε ανησυχήσει ότι ο Μαλαφέκας καταπιανόταν με ένα τόσο επίκαιρο θέμα όσο η Ντοκουμέντα 14, γεγονός που φοβόμουν ότι θα καθιστούσε το πολύ καλό βιβλίο του ξεπερασμένο μόλις η διφορούμενη αυτή σειρά δράσεων έριχνε αυλαία ακόμα και ως ανάμνηση.
Φαίνεται πως ο Μάκης Μαλαφέκας έστω και υπόρρητα συμμερίστηκε τον προβληματισμό. Στη δεύτερή του συγγραφική απόπειρα η οποία κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα από τις Εκδόσεις Μελάνι, ο Μαλαφέκας καταπιάνεται με ένα θέμα που ανέκαθεν σήκωνε μεγάλη κουβέντα, παραμένοντας όμως πάντα επίκαιρο στις απανταχού εγχώριες παρέες – αυτό του ικαριώτικου καλοκαιριού. Ενώ η Ντοκουμέντα 14 απασχόλησε όλους εμάς για ένα περίπου χρόνο και τέρμα, οι διακοπές στην Ικαρία ήταν, είναι και θα είναι καίριο ζήτημα ως προορισμός αλλά και συμβολικά – ποιοι δεν έχουμε συζητήσει για τα κάμπινγκ, τους ιδιαίτερους κατοίκους, ποιοι δεν ακυρώσαμε εισιτήρια για το νησί των διασημότερων πανηγυριών της χώρας, ποιοι δεν στριμωχτήκαμε σε πλοία της γραμμής για να φτάσουμε στο μαγικό αυτό προορισμό όπου τα ωράρια και τα ρολόγια δεν έχουν καμία σημασία; Κανείς. Εκεί λοιπόν στέλνει ο Μαλαφέκας τον αντικοινωνικό και γκρινιάρη ήρωά του, Μιχάλη Κρόκο, προκειμένου να εργαστεί ως ανταποκριτής ενός διάσημου free press κατά τη θερινή περίοδο.
Η Μεσακτή, που αντλεί τον τίτλο της από τη διάσημη στους σέρφερς παραλία της Ικαρίας, στέκεται ως αφορμή ώστε ο Μάκης Μαλαφέκας να εξελίξει την κοινωνική σάτιρα στην οποία τόσο μεγάλο ταλέντο επέδειξε στο πρώτο του μυθιστόρημα. Για αυτό το σκοπό, ο Μαλαφέκας δημιουργεί ένα σύμπαν που αντλεί από χιτσκοκικό νουάρ (ο ήρωας ερωτεύεται μία άγνωστη γυναίκα μέσα από μία φωτογραφία), από ταραντινικό παλπ (ο ήρωας πίνει ουίσκια κατακαλόκαιρο με συντροφιά ντόπιους κάνοντας αντιστοίχου ύφους συζητήσεις), από καλιφορνέζικα σκηνικά (είπαμε, η Μεσακτή είναι παράδεισος των σέρφερς). Ξεκάθαρα, ο Μάκης Μαλαφέκας είναι πλέον πιο χαλαρός και απολαμβάνει τη συγγραφή περισσότερο, χαρίζοντάς μας πολύ χιούμορ, πολλή κοινωνική κριτική – με μία υφέρπουσα τρυφερότητα και αυτογνωσία – και πολλές αξέχαστες σκηνές. Καθώς σκέφτομαι το βιβλίο, διαπιστώνω πως υπάρχουν εικόνες που μού έχουν εντυπωθεί τόσο έντονα – λες και διάβαζα κόμιξ.
Αν υπάρχει κάτι στο οποίο ο Μαλαφέκας παίρνει άριστα δυο χρόνια τώρα, αυτό είναι οι διάλογοι, οι τόσο ρεαλιστικοί, αστείοι, καλοδουλεμένοι διάλογοι. Από φέτος ο Μαλαφέκας παίρνει άριστα και στη λογοτεχνική οικονομία. Σε περίπου 200 σελίδες, ο Μιχάλης Κρόκος προλαβαίνει να πήξει στην καυτή Αθήνα, να πάει στην Ικαρία, να γνωρίσει το νησί και τους ανθρώπους του, να χαθεί σε ένα δάσος καθώς ένα πανηγύρι κορυφώνεται, να διαλευκάνει ένα έγκλημα, να επισκεφτεί τη Μύκονο – και τίποτα να μη μοιάζει βιαστικό. Όλα να παραμένουν δουλεμένα ως την τελευταία φράση.
Απολαμβάνω τη γραφή του Μάκη Μαλαφέκα γιατί έχει πλάκα, έχει σασπένς, έχει αναφορές, είναι ποπ, και γιατί είναι ό,τι πιο πρωτότυπο, αυθεντικό και ακομπλεξάριστο κυκλοφορεί στην ελληνική συγγραφική παραγωγή τελευταία.
Μια σκέψη σχετικά μέ το “Μεσακτή”