Η Αθήνα θ’ ανάβει, σα μεγάλο καράβι, που θά ‘σαι μέσα κι Εσύ

Προχτές με περίμενε μία έκπληξη.

Εντάξει, προφανώς ήξερα ότι την περασμένη Κυριακή, μετά από μία κτηνωδία σε μία ταβέρνα της Πεντέλης, πέρασα από το σπίτι του φίλου μου του Μιχάλη. Αυτό που δεν φανταζόμουν ήταν ότι ο Μιχάλης θα έγραφε για μένα στη στήλη του.

Το μήνυμα στο κινητό μου ήταν παραπλανητικά αθώο: «Σε περιμένω για τσάι». Γνώριζα ότι το τελευταίο που εννοούσε ο Μιχάλης με αυτό το μήνυμα ήταν ότι με περίμενε να με φιλέψει πράσινο τσάι με ριζογκοφρέτες. Φτάνοντας στο σπίτι του, ήδη χορτάτη, βρέθηκα σε ένα πασχαλινό σκηνικό: το ψητό χοιρινό, ο πουρές και η σαλάτα είχαν μόλις επιστρέψει στην κουζίνα και ο Μιχάλης σερβίριζε cheese cake, κρασί και τσίπουρο.

Δέκα λεπτά αργότερα νόμιζα πως θα εκραγώ.

Σε αυτό το σημείο παραθέτω το απόσπασμα από τη στήλη του Μιχάλη (ολόκληρη η στήλη του στο LIFO εδώ), κι επανέρχομαι:

ΚΥΡΙΑΚH 9/10

(…) και αφού φάγαμε κι ένα κατσικίσιο brie και διαφωνήσαμε για την ποιότητά του, ήρθε η Αγιάτη, επειδή της είχα τάξει cheesecake. Και αφού το δοκιμάσαμε κι ήταν πολύ ωραίο κι έφυγαν όλοι οι υπόλοιποι, καθίσαμε με τη νέα μου φίλη να μιλήσουμε για λογοτεχνία και άλλα θέματα μέσα σε μια κουζίνα γεμάτη άπλυτα πιάτα, ταψιά, κόκαλα απ’ το χοιρινό κ.λπ. Καθαρίσαμε μια γωνιά, ανοίξαμε ένα μπουκάλι κρασί ακόμα και ξαναδοκιμάσαμε το χοιρινό, κρύο αυτήν τη φορά, με λίγη μουστάρδα και μερικές κουταλιές κρύο πουρέ που δεν τρωγότανε. Κάτσαμε για πάρα πολλή ώρα, έπιασε βροχή, μιλήσαμε για τα βιβλία που διαβάσαμε, τους φίλους μας που δυσκολεύονται και όσα θα θέλαμε να κάνουμε, αλλά τώρα, με την κατάσταση, δεν θα τα κάνουμε. Της έφτιαξα τάπερ και την έστειλα στα Εξάρχεια. Μέχρι να τελειώσω το καθάρισμα της κουζίνας, είχε έρθει η βροχή που περιμέναμε.

Στην κουζίνα του Μιχάλη. Πίσω μου, ό,τι απέμεινε από το ψητό χοιρινό. Εγώ κοιτάζω με περισσή αφοσίωση την ελληνική έκδοση της Ελευθερίας του Τζόναθαν Φράνζεν.

Αφού, λοιπόν, οι καλεσμένοι έφυγαν, κι αφού είχε πιάσει η πρώτη καταιγίδα του φθινοπώρου (τα πρωτοβρόχια στην Αθήνα πάντα μου άρεσαν πολύ), και με δέλεαρ την ατάκα του Μιχάλη «Έλα στην κουζίνα να μου κάνεις παρέα καθώς συμμαζεύω», μεταφερθήκαμε στην κουζίνα, όπου στήθηκε ένα δεύτερο τσιμπούσι. Οι κουβέντες πολλές, οι γενικοί άξονες όμως ήταν οι εξής:

  1. Το καλύτερο βιβλίο για να μάθεις να μαγειρεύεις κρέας είναι το The River Cottage Meat Book του Hugh Fearnley-Whittingstall (ιδέα δεν είχα).
  2. Αν θέλω να γνωρίζω από αγγλικά βιβλία μαγειρικής πρέπει οπωσδήποτε να διαβάσω Nigel Slater.
  3. To The New Joy of Cooking των Irma Starkhoff Rombauer, Marion Rombauer Becker και Ethan Becker είναι η Βίβλος της Μαγειρικής και πώς τολμώ να μην το έχω.
  4. Η Ελευθερία του Τζόναθαν Φράνζεν είναι το ίδιο καλή με τις Διορθώσεις, αλλά το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης είναι χάλια. Επίσης, η μετάφραση θα μπορούσε να είναι και καλύτερη.
  5. Πρέπει να διαβάσω τις Χαμένες Ψευδαισθήσεις του Μπαλζάκ – τόσο επιτακτικά, που ο Μιχάλης μου χάρισε ένα αντίτυπο.
  6. Η αυταρέσκεια των νέων Ελλήνων συγγραφέων είναι ο βασικός λόγος που δε θα ξεπεράσουν ποτέ τον εαυτό τους συγγραφικά. Ταλέντο έχουν, αλλά δε φτάνει.

Περπατώντας προς το σπίτι, με το ταπεράκι με το χοιρινό στο ένα χέρι και τον Μπαλζάκ στο άλλο, μυρίζοντας τα πρωτοβρόχια στο Λυκαβηττό και παλεύοντας να μη γλυστρήσω στα βρεγμένα πεζοδρόμια, μου ήρθε στο νου ένα τραγούδι. Ήταν αυτό:

Μιχάλη, σε ευχαριστώ.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s