Ο Συγγραφέας κι ο Μανάβης

Η συζήτηση εκτυλίχθηκε στην παραλία. Ήταν απόγευμα, είχε συννεφιά, και δεν μας έκανε κέφι να ξαναμπούμε στη θάλασσα. Η κάθε μία διάβαζε το βιβλίο της αλλά για ώρα όλες ψάχναμε αφορμή για κουβέντα: τη μία οι τιμές των ποτών στη Θεσσαλονίκη, την άλλη ένας μαλάκας πρώην που τι ήθελε και πήρε τηλέφωνο και μας διέλυσε μεσημεριάτικα, η κουβέντα επέπλεε για λίγο και γρήγορα βούλιαζε.

Μέχρι που η Μαρίνα πέταξε την ερώτηση: «Αγιάτη, θα ήθελες να γνωρίσεις τον Τζόναθαν Φράνζεν;». Έβαλα τα γέλια. «Τι λες ρε Μαρίνα; Πώς να τον γνωρίσω δηλαδή;», «Ρε παιδί μου, πες πως γινόταν, θα ήθελες να τον γνωρίσεις;». Ακόμη εκπλήσσομαι από το πόσο γρήγορα και πόσο αυθόρμητα απάντησα: «Όχι βέβαια. Καθόλου δε θέλω».

Η συζήτηση πήρε φωτιά σε δευτερόλεπτα. Γιατί δεν ήθελα να τον γνωρίσω; Δεν είχα, δηλαδή, καμία περιέργεια; Όλο το χειμώνα γι’ αυτόν μιλούσα. Πώς γίνεται να μη θέλω; Ψέματα θα έλεγα.

Δεν έλεγα ψέματα: εντάξει, όταν κάποια στιγμή μία άλλη φίλη μοιράστηκε μαζί μου τη φαντασίωσή της να πάει στη Νέα Υόρκη και να του χτυπήσει το κουδούνι είπα οκ, έρχομαι. Αλλά στην πραγματικότητα δεν έχω καμία μα καμία περιέργεια να μάθω πώς εμπνεύστηκε ο Τζόναθαν Φράνζεν όλες αυτές τις ιδιοφυείς υποθεματικές του. Τι δυσκολίες συνάντησε στις σύνθετες λογοτεχνικές δομές του. Αν οι τίτλοι/θέματα των δύο μεγάλων του έργων προηγήθηκαν ή ακολούθησαν το κείμενό του. Δε με νοιάζει αν έχει σχέση, αν παντρεύτηκε ποτέ, αν έχει ή θέλει να κάνει παιδιά, αν ταξιδεύει, λίγο με ενδιαφέρει η μέθοδός του, οι σπουδές του, τα λάθη της ζωής του, τα θέματα με τους γονείς του και πώς αυτά αντανακλώνται στα αριστουργήματά του, αν απογοητεύτηκε που φέτος δεν ήταν υποψήφιος για κανένα βραβείο. Κι έλεγα αλήθεια.

«Εσύ τι λες;», ρώτησε η Άννα τη Μαρίνα μπερδεμένη. «Συμφωνώ», είπε εκείνη. «Ο συγγραφέας για μένα δεν είναι άνθρωπος. Είναι ρόλος, είναι σύμβολο, είναι κάτι σαν τοτέμ. Δε θέλω να ξέρω τι του αρέσει να τρώει ρε παιδί μου. Δε με νοιάζει αν είναι στρέιτ ή γκέι, δε με νοιάζει τίποτα». «Εγώ διαφωνώ», είπε η Άννα που σε όλα έχει πάντα αντίλογο. «Ο συγγραφέας εμένα μου βγάζει κάτι από ηθοποιό. Θέλω να ξέρω τα πάντα. Από την προσωπική του ζωή, τα ενδιαφέροντά του, τα χόμπι του, όλα», «Και τι με νοιάζει ρε Αννούλα εμένα αν του Φράνζεν του αρέσει η ιππασία; Τι διαφορά μου κάνει δηλαδή τώρα που ξέρω ότι γράφει μες στην πλήρη απομόνωση με το να ήξερα ότι καταφέρνει και γράφει ανάμεσα σε τρία πιτσιρίκια που μπουσουλάνε γύρω του και τσιρίζουν; Καμία.» Αναποφάσιστη η Αννούλα. «Για μένα», συνέχισα, «για μένα, λοιπόν, ο άνθρωπος, ο ρόλος και το έργο είναι τρία διαφορετικά πράγματα. Βασικά με ενδιαφέρει το έργο. Ο συγγραφέας, ως ρόλος, έχει ένα ενδιαφέρον, αλλά ο άνθρωπος πίσω του ποσώς με αφορά.» Τα κορίτσια με κοιτούσαν σκεπτικά.

Καθώς τα έλεγα αυτά, μου ήρθε στο νου μία σκέψη που, σχεδόν ζαβολιάρικα, ήξερα ότι μου ανέτρεπε τη θεωρία: Πριν κάποια χρόνια, τελείως τυχαία κάνοντας ζάπινγκ στο Λονδίνο, πέτυχα μία συνέντευξη. Ο δημοσιογράφος έδειχνε να έχει μεγάλο σεβασμό στο γοητευτικό γκριζομάλλη κύριο με το ελαφρώς ειρωνικό υπομειδίαμα. Το πρόσωπό του κάτι μου θύμιζε αλλά δεν ήμουν σίγουρη. «Πώς περνάτε τη μέρα σας;» ρώτησε ο δημοσιογράφος. Η απάντηση αρθρώθηκε αργά και προσεκτικά, με μία απολαυστικά βρετανική προφορά: «Α, συνηθισμένα. Ξυπνάω, πίνω καφέ με τη γυναίκα μου, και αρχίζω να γράφω. Ενίοτε διαβάζω εφημερίδα, αλλά, ξέρετε, νομίζω ότι από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές τις ημέρας μου είναι οι συζητήσεις που έχω με το μανάβη της γειτονιάς μου. Είναι εξαιρετικές. Μιλάμε για τα πάντα, για την τρέχουσα επικαιρότητα, για τον καιρό, και βέβαια γνωρίζει και μοιράζεται μαζί μου τα πάντα για τα λαχανικά και τα φρούτα. Είναι εδώ, πιο κάτω στο δρόμο μου, μάλιστα μπορούμε να πάμε και μαζί εάν θέλετε να τον γνωρίσετε». Τον αγαπούσα ήδη, αλλά μετά από αυτό τον αγάπησα ακόμη περισσότερο. Κανείς άλλος εκτός από τον Ian McEwan δε θα μπορούσε να είναι τόσο βρετανικά καταπληκτικός. Άνθρωπος που ξυπνάει το πρωί, πίνει καφέ με τη γυναίκα του και που περιγράφει με συγγραφικό ενθουσιασμό κι ένα μεγάλο χαμόγελο μαζί, μία τόσο μεγάλη μικρή στιγμή της μέρας του.

Διηγήθηκα το περιστατικό στα κορίτσια. «Πφφ, αναποφάσιστη, όπως πάντα», μουρμούρισε ελαφρώς συγχυσμένη η Μαρίνα που με ξέρει καλά, και σηκώθηκε για μία τελευταία βουτιά πριν νυχτώσει.

14 σκέψεις σχετικά με το “Ο Συγγραφέας κι ο Μανάβης

  1. Ψιτ, Αγιάτη, ήταν υποψήφιος – για το National Book Critics Circle, τουλάχιστον (το οποίο κέρδισε η Τζένιφερ Ίγκαν με το A Visit from a Goon Squad, από τα δικά μου αγαπημένα του 2010). Το αν έχασε δικαίως ή αδίκως είναι μεγάλη συζήτηση (προσωπικά με εκνεύρισε πάρα πολύ το ότι όλοι θεωρούσαν δεδομένο ότι έπρεπε να βραβευτεί, και ασχολήθηκαν περισσότερο με το ότι έχασε ο Φράνζεν, παρά με το ότι κέρδισε η Ίγκαν, όμως εδώ μπαίνουν διάφορα ζητήματα, με βασικότερο το ότι υπάρχει χάσμα στο πώς αντιμετωπίζονται οι γυναίκες συγγραφείς σε σχέση με τους άντρες – παράδειγμα, από όσο ξέρω όλως τυχαίως οι «υποψηφιότητες» για το περιβόητο Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα είναι σταθερά βιβλία με αντρικές υπογραφές), μην τον βγάλουμε και αγνοημένο από την κριτική όμως, έτσι; (Και δεν λέω ότι το κάνεις, μην παρεξηγηθώ, καταλαβαίνω ότι το πόιντ σου είναι πως δεν σε ενδιαφέρουν όλα αυτά.)

    Για την ιστορία, στις διακοπές μάλλον θα πάρω μαζί μου το The Corrections. Και περιμένω το ποστ σου για το New Finnish Grammar για να εκφράσω κάποιες διαφωνίες μου. (Μου άρεσε, αλλά είχα καναδυό θεματάκια.)

    Γουέλκαμ μπακ, ελπίζω να ξεκουράστηκες. 🙂

    1. Ομολογώ ότι δεν το ήξερα για το βραβείο και χαίρομαι που το διαβάζω! 😀
      Αναμένω εναγωνίως τις εντυπώσεις από το Corrections και ενθαρρύνω την υπερβατική σου διάθεση να το πάρεις επιτέλους μαζί σου!
      Να παρακαλέσω για ένα mail με τις ενστάσεις σου στο New Finn Grammar; 🙂

  2. Χαχ, να σου πω την αλήθεια ο λόγος της υπέρβασης είναι μάλλον εγωιστικός (θα σου το στείλω με μέιλ, μαζί με τις ενστάσεις για το άλλο), πάντως ναι, έφτασε η ώρα κι η στιγμή. :ο)

    Και όσο για το κυρίως θέμα του ποστ, νομίζω ότι το ποιος είναι ο συγγραφέας είναι μια προσωπική (ή συλλογική) μυθοπλασία των αναγνωστών. Μπορεί να έχει λιγότερη ή περισσότερη σχέση με τον άνθρωπο συγγραφέα, πάντως είναι μυθοπλασία. (Έχω ξαναπεί ότι ακραίο παράδειγμα αυτής της μυθοπλασίας είναι ο Πίντσον, που είναι εκνευριστικά «παρών» μέσα στην απουσία του, σε μια εποχή που επιμένει να θέλει να φωτίσει και το πρόσωπο πέρα από το έργο.) Υπάρχει, όμως, πράγματι διαφορά ανθρώπου από το έργο – στις περισσότερες περιπτώσεις, τουλάχιστον (ακραίο αντιπαράδειγμα ίσως -τονίζω το ίσως- είναι η Μαργαρίτα Καραπάνου). Μπότομ λάιν ιζ, το ότι τα βιβλία κάποιου μας φαίνονται τέλεια, δεν σημαίνει ότι είναι και τέλειος σαν άνθρωπος. Αναγκαίο τσιτάτο από τον Όστερ: «We always talk about trying to get inside a writer to understand his work better. But when you get right down to it, there’s not much to find in there – at least not much that’s different from what you’d find in anyone else».

    1. Συμφωνώ με όλα. Ειδικά με το ότι το βιβλίο δεν αντανακλά κατ’ ανάγκη τον άνθρωπο. Θεωρώ, ας πούμε, ότι εγώ θα ήμουν μία τραγική συγγραφέας αλλά ως άνθρωπος έχω περισσότερες ελπίδες. 😀
      Και, κυρίως, συμφωνώ με τον Auster. Απόλυτα. Αλλά εσύ θα τον γνώριζες, ε; 🙂 ΘΑ ήθελες να ξέρεις πώς πίνει τον καφέ του;

      Αναμένω mail..

      1. Κοίτα, μια φορά που με ρώτησε ένας φίλος μου δεν πρόλαβα να απαντήσω, γιατί βιάστηκε να προσθέσει «Μπα, εσύ με το που τον έβλεπες θα λιποθυμούσες και θα σε τρέχαμε στο νοσοκομείο». :ο)

      2. Να σου πω πάντως, ότι στην εν λόγω συζήτηση καταλήξαμε ομόφωνα ότι ο Auster είναι ο πιο εμφανίσιμος όλων. Σταρ του σινεμά, είπε η μία μας.

  3. Εμένα πάλι με ενδιαφέρει πολύ το πρόσωπο πίσω από την ιστορία. Χωρίς να το πάω μακριά θα πω ένα παράδειγμα: διαβάζω το μπλογκ σου από…τη δεύτερη ανάρτηση νομίζω, και μου αρέσουν πολύ οι προσωπικές σου πινελιές μέσα τους. Όχι μια ξερή βιβλιοκριτική, αναλύσεις ή βιβλιοπροτάσεις. Τα βιβλία που σχολιάζεις-προτείνεις ταιριάζουν πολύ με τα δικά μου αναγνώσματα και θα τα έψαχνα όπως κι αν τα παρουσίαζες, όμως ο πολύ προσωπικός τόνος που δίνεις και φαίνεται ο άνθρωπος πίσω από τις λέξεις το κάνει τελείως διαφορετικό. Στα βιβλία βέβαια δεν ισχύει αυτό αφού δε γράφονται προσωπικές απόψεις, αλλά και πάλι με ενδιαφέρει πολύ ο άνθρωπος από πίσω τους -μήπως λέγεται κουτσομπολιό, σύνδρομο κλειδαρότρυπας δεν ξέρω…Ξέρω σίγουρα ότι με τραβάνε σα μαγνήτες οι συνεντεύξεις αγαπημένων μου συγγραφέων!!

  4. Εργάζεται, λοιπόν, στη Νέα Υόρκη και χαλαρώνει στην Καλιφόρνια; Όχι ιδιαίτερα πρωτότυπο.
    Το κακό θα ήταν να γνωρίζεις λιγότερα απ’ όσα θα ήθελες.

Σχολιάστε