«Την κάνουμε ταράτσα;» «ΛΟΛ ρε φίλε, τι λε ρε νουμεράκι;»

Ήταν, νομίζω, κάθε Δευτέρα. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, κάθε βδομάδα περίμενα την ώρα που θα καθίσω στον καφέ καναπέ του σαλονιού για να δω 10 Μικρούς Μήτσους. Όταν τελείωναν, απλά περίμενα την επόμενη βδομάδα. Μου άρεσαν όλοι ανεξαιρέτως, αλλά νομίζω πως δεν είμαι η μόνη που είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία στον Τζίμη. Όχι μόνο γιατί δίπλα του έπαιζε ο νεαρούλης Χριστόφορος, αλλά και γιατί κάπως, κάπου, ταυτιζόμουν. Ήταν αυτή η συνεννόηση της ασυνεννοησίας («αγαπάω αφού»), η ανοησία («Πάμε Βασιλόπουλο να χαζέψουμε μουστάρδες;»), τα σκοτωμένα ελληνικά που μιλούσα κι εγώ στο σχολείο.

Πριν λίγα χρόνια μία φίλη μου ερωτεύτηκε έναν Έλληνα που μεγάλωσε στο Λονδίνο. Οι γονείς του, Έλληνες και οι δύο, μετακόμισαν στην Αγγλία, έκαναν εκεί το Γιώργο (George, εννοείται, τι να λέμε τώρα), τον ανέθρεψαν με ελληνικές αρχές και του έμαθαν τη γλώσσα. Έλα όμως που η γλώσσα εξελίσσεται. Το 2004 η φίλη μου τον ερωτεύτηκε σφόδρα. Μιλούσαν ελληνικά αλλά «μερικές φορές ρε ‘συ, με κάνει να ντρέπομαι», μου έλεγε στον καφέ. «Δηλαδή, είναι δυνατόν να λέει μπροστά σε κόσμο ότι την κάναμε ταράτσα; Ποιος λέει την κάναμε ταράτσα μετά το Στάθη Ψάλτη και την Καίτη Φίνου το 1985;»

Οι καιροί περνάνε, η γλώσσα αλλάζει, μπορεί να μην την κάνουμε ταράτσα, αλλά σίγουρα δεν την παλεύουμε και τόσο εύκολα.

Η Αράχωβα (Μονόπρακτο περί θανάτου Ελληνικής γλώσσας -και γενικώς) είναι ένα μικρό κόμικ του Παναγιώτη Πανταζή (που έκανε την εικόνα) και του Τάσου Ζαφειριάδη (που έγραψε το βαθυστόχαστο πλην όμως ρεαλιστικό κείμενο και τσίμπησε και το βραβείο Best Writer στο Comicdom Con της Αθήνας, εκτός του ότι τον ξέρω προσωπικά και διαβεβαιώ ότι μιλάει ελληνικά ακόμα καλύτερα από ότι τα γράφει, ή περίπου, τουλάχιστον. Κάπως έτσι, τι να λέμε τώρα).

Η Αράχωβα, λοιπόν, είναι ένα μικρό κόμικ με πολύ συγκεκριμένο τίτλο και πολύ συγκεκριμένο θέμα. Μία συνομιλία δύο φίλων σήμερα. Που συνεννοούνται. Στα ελληνικά. Ή περίπου, τουλάχιστον.

Το βιβλίο είναι σατυρικό. Προφανώς. Και λακωνικό, αλλά όχι με τη φιλοσοφική έννοια του όρου. Είναι λακωνικό επειδή έτσι είναι η επικοινωνία σήμερα (ΛΟΛ ρε φίλε, λολ).

Ρώτησα τον Τάσο γιατί βγάλανε το βιβλίο Αράχωβα. Μου λέει «Δεν το διάβασες, ε;». Ψιλοκόλλησα. «Εννοείται το διάβασα του λέω». «Η Αράχωβα είναι η μόνη συγκεκριμένη λέξη, εκτός από άλλη μία», μου απαντάει.

Ψιλοκουφό. Δεν το είχα πολυπιάσει.

5 σκέψεις σχετικά με το “«Την κάνουμε ταράτσα;» «ΛΟΛ ρε φίλε, τι λε ρε νουμεράκι;»

  1. Καλησπέρα,
    Διαβάζοντας την δημοσίευση σκεφτόμουν τους μετανάστες (πχ Ελληνοαμερικανούς) οι οποίοι πήγαν στην Αμερική το 1950 και τα ελληνικά τους έμειναν εκεί, καθώς τότε δεν είχαν πολλές ευκαιρίες για ταξίδια ή η επικοινωνία με την γλωσσική πραγματικότητα της Ελλάδας ήταν δυσκολότερη. Όποτε έχει τύχει να τους ακούσω είναι ένα μίγμα ελληνικών του ’50 (πολλές φορές μάλιστα με τοπικές ιδιαιτερότητες, καθώς προφανώς έφυγαν από χωριά), αγγλικών, και ελληνοποιημένων αγγλικών του τύπου «τα τρόκια», «τα φένσια» κλπ.
    Αυτό που μού κάνει εντύπωση είναι ότι ο συγκεκριμένος Ελληνοάγγλος δεν έζησε αυτήν την εποχή. Σήμερα είναι πιο εύκολο να είσαι ενήμερος με την γλώσσα, υπάρχει τηλεόραση, Internet, τα ταξίδια είναι ευκολότερα κλπ. Γιατί άραγε έμεινε στα ελληνικά των 80s;

  2. Μια άλλη φιλενάδα σου γνώρισε και ερωτεύτηκε το 2006 έναν Έλληνα-Άγγλο, γεννημένο και μεγαλωμένο στο Λονδίνο από Έλληνες γονείς γεννημένους και μεγαλωμένους στην Αίγυπτο, τον Μιχάλη (Mick the Greek για τους άγγλους φίλους του, Μιχάλης για τους υπόλοιπους). Ο Μιχάλης μιλάει πολύ καλά Ελληνικά αλλά κάνει και πολλά λάθη (πριν λίγο που τελειώσαμε την φασολάδα μας – καθότι νηστεύει κιόλας ο Μιχάλης, αλλά όχι και η Ηλιάνα- μου είπε πως «δεν μπορώ να το λέω αυτό με απόλυτη βεβαίοτα» και επίσης μπερδεύει συνέχεια την ονομαστική με την αιτιατική και το πότε τις χρησιμοποιούμε ανάλογα με τον αν η λέξη είναι αντικείμενο ή υποκείμενο. Το βράδυ δε που ανακοινώσαμε στον πατέρα μου πως θα παντρευτούμε τρώγοντας σε μία ταβέρνουλα στην Σαλαμίνα είπε μεταξύ άλλων πως «είναι ωραία στην Πειραιά» – ο πατέρας μου ακόμα του το χτυπάει. Επίσης πολλές λέξεις που χρησιμοποιεί είναι Κασιώτικες – τις έμαθε από τους γονείς του: φερε μου το μαρτέλο (σφυρί) και τον βιδολόγο (κατσαβίδι) μου λέει. Τις προάλλες τον πείραζα: και γιατί ρε Μιχάλη αφού το κατσαβίδι το λέτε βιδολόγο, δεν λέτε και το σφυρί καρφολόγο. Και μου λέει, γιατί το σφυρί το λέμε μαρτέλο, γιαυτό. Μάλιστα. Κατά τον Μιχάλη επίσης εγώ μιλάω «κωλοαθηνέικα» και να φροντίσω να μην μάθω την κόρη μας να λέει πως δεν την παλεύει και άλλα τέτοια. Α, ναι, συμφωνώ πώς όταν μιλάει καμιά φορά ο Μιχάλης μου νομίζω πως ακούω ταινίες του 80 ή 8χρονα παιδιά στο δρόμο για το σχολείο. Τα αστεία που του αρέσουν πιο πολύ είναι του Χάρυ Κλυν – ω ναι! Αλλά διαφωνώ με την άποψη του ενδιαφέροντος – πιστεύω πως η γλώσσα που μαθαίνει κανείς στα πρώτα παιδικά του χρόνια είναι η βαθύτερη γνώση και η γλώσσα που χρησιμοποιεί περισσότερο. Ο Μιχάλης πηγαίνει κάθε χρόνο στην Ελλάδα, αγαπάει τον Παπάζογλου, την Γλυκερία και τον Σωκράτη Μάλαμα όσο λίγοι Έλληνες και έχει πολλή στενή σχέση με τους συγγενείς του στη Αθήνα και την Κάσο. Αλλά η γλώσσα είναι ζωντανό πράγμα και αν δεν τη ζείς κάθε μέρα σε όλες τις εκφάνσεις και χρήσεις της, είναι δύσκολο να την κρατήσεις ζωντανή, σωστή και με σύγχρονο παλμό, ακόμα και όταν η καρδιά σου χτυπάει «ελληνικά», ακόμα και αν το θές πολύ να μην ξεχωρίζεις σαν τη μύγα μες το γάλα όταν θα ανοίξεις το στόμα σου στα πάτρια εδάφη. Παρεπιπτόντως, αυτό το την κάνουμε ταράτσα το λένε όλοι οι έλληνες του εξωτερικού; Να δώ και τα μούτρα μου μετά από 15 χρόνια στο εξωτερικό τί θα λέω και ακόμα πιό πολύ να δώ τι θα λέει το Βιργινάκι μας – θα κανονίσει κανέναγκαφέ φάσε or what;

Σχολιάστε