Έξι μήνες

Έξι μήνες από την τελευταία φορά που ταξίδεψα στο εξωτερικό, έξι μήνες από την τελευταία ανέμελη έξοδο με φίλους. Ήδη ήμασταν υποψιασμένοι, αλλά αγκαλιαστήκαμε χωρίς να αποχωριστούμε βιαστικά με ενοχή. 

Έκτοτε, άνθρωποι σαν εμάς γνωρίστηκαν, χώρισαν, έγιναν φίλοι, παντρεύτηκαν, μάλωσαν, ερωτεύτηκαν.  Παιδιά γεννήθηκαν, παιδιά περιμένουν πώς και πώς να γεννηθούν, κάποιοι αρρώστησαν και έγιναν καλά, κάποιοι δεν έγιναν, κάποιοι έχασαν ό,τι είχαν και δεν είχαν, κάποιοι έκαναν λεφτά. Η ζωή κύλησε σε ένα νέο αυλάκι, γιατί η ζωή μόνο να κυλά μπορεί. 

Μάθαμε να βλέπουμε το σπίτι ως το καταφύγιο που είναι, στήσαμε νέες γωνιές σε καναπέδες, κρεβάτια και πατώματα.  Στενοχωρήθηκα και αγχώθηκα. Διαπιστώνω ότι πλέον στενοχωριέμαι και αγχώνομαι αλλιώς. Θυμώνω που η συνθήκη αυτή κλέβει χρόνο από αυτούς οι οποίοι τον εκτιμούν και τον χρειάζονται περισσότερο: τους ηλικιωμένους. Δεν με νοιάζουν όσα στερήθηκα, συνειδητοποιώ το πλεονέκτημά μου και δεν το θεωρώ καθόλου δεδομένο.

Στην αρχή θα με έλεγες και χίψτερ: σαλάτες με αβοκάντο και εξωτικά υλικά (το αβοκάντο μετατόπιζε το άγχος μου: είναι ποτέ αρκετά ώριμο χωρίς να έχει μαλακώσει;), συνταγές για ψωμί με εξίσου απαιτητικό προζύμι, τέτοια. Σήμερα με λες και νοσταλγό του ροκ εν ρολ: γλυκά ψυγείου με μπισκότο, ζαχαρούχο και ζελέ Γιώτης. Επιστροφή στις φιλόξενες ρίζες των 80s, σε έξι μόνο μήνες. 

Τα ίδια και στο διάβασμα. Ο Μάρτιος με βρήκε όλο όρεξη για πειραματισμούς: περιθωριακοί συγγραφείς αμφιβόλου ταλέντου πλην όμως ακραίας κρίσης ταυτότητας, ενδιάμεσα κάποιο συμπαθές θριλεράκι ώστε να αλλάξει η γεύση, και βουρ ξανά στο πείραμα. Όσο τα κρούσματα επέμεναν, όσο το εμβόλιο εξακολουθούσε να είναι ένα άπιαστο όνειρο, τόσο στρεφόμουν στην αγκαλιά των μεγάλων. Στην αρχή με τον Πολ Όστερ. Μετά λίγος Ροθ. Έπειτα Μαντέλ, Γουίλκι Κόλλινς, λίγος διάσπαρτος Βιζυηνός, τώρα Νάιπολ και ο Ντίκενς με τον Προυστ περιμένουν στη γωνία. Ίσως και ο Ντοστογιέφσκι.

Στους έξι μήνες πια χρειάζομαι σταθερότητα, θαλπωρή και ασφάλεια. Όσο οι επιστήμονες πειραματίζονται για το καλό μας, εγώ θα παραμένω εδώ, με παλιομοδίτικα μέτρια γλυκά, και με μεγάλα, παρηγορητικά μυθιστορήματα. 

Η φωτογραφία είναι από τις αρχές Μαρτίου, στην παράσταση Κομμώτριες / ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗ του Μιχαήλ Μαρμαρινού, στο θέατρο Θησείον, μία από τις τελευταίες ανέμελες εξόδους.

Μεσακτή

Όταν πριν από ακριβώς δύο χρόνια έγραφα εδώ για το Δε Λες Κουβέντα, το πρώτο μυθιστόρημα του Μάκη Μαλαφέκα, είχα μόνο μία μικρή επιφύλαξη που τότε δεν είχα μοιραστεί. Είχα τότε ανησυχήσει ότι ο Μαλαφέκας καταπιανόταν με ένα τόσο επίκαιρο θέμα όσο η Ντοκουμέντα 14, γεγονός που φοβόμουν ότι θα καθιστούσε το πολύ καλό βιβλίο του ξεπερασμένο μόλις η διφορούμενη αυτή σειρά δράσεων έριχνε αυλαία ακόμα και ως ανάμνηση.

Φαίνεται πως ο Μάκης Μαλαφέκας έστω και υπόρρητα συμμερίστηκε τον προβληματισμό. Στη δεύτερή του συγγραφική απόπειρα η οποία κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα από τις Εκδόσεις Μελάνι, ο Μαλαφέκας καταπιάνεται με ένα θέμα που ανέκαθεν σήκωνε μεγάλη κουβέντα, παραμένοντας όμως πάντα επίκαιρο στις απανταχού εγχώριες παρέες – αυτό του ικαριώτικου καλοκαιριού. Ενώ η Ντοκουμέντα 14 απασχόλησε όλους εμάς για ένα περίπου χρόνο και τέρμα, οι διακοπές στην Ικαρία ήταν, είναι και θα είναι καίριο ζήτημα ως προορισμός αλλά και συμβολικά – ποιοι δεν έχουμε συζητήσει για τα κάμπινγκ, τους ιδιαίτερους κατοίκους, ποιοι δεν ακυρώσαμε εισιτήρια για το νησί των διασημότερων πανηγυριών της χώρας, ποιοι δεν στριμωχτήκαμε σε πλοία της γραμμής για να φτάσουμε στο μαγικό αυτό προορισμό όπου τα ωράρια και τα ρολόγια δεν έχουν καμία σημασία; Κανείς. Εκεί λοιπόν στέλνει ο Μαλαφέκας τον αντικοινωνικό και γκρινιάρη ήρωά του, Μιχάλη Κρόκο, προκειμένου να εργαστεί ως ανταποκριτής ενός διάσημου free press κατά τη θερινή περίοδο.

Η Μεσακτή, που αντλεί τον τίτλο της από τη διάσημη στους σέρφερς παραλία της Ικαρίας, στέκεται ως αφορμή ώστε ο Μάκης Μαλαφέκας να εξελίξει την κοινωνική σάτιρα στην οποία τόσο μεγάλο ταλέντο επέδειξε στο πρώτο του μυθιστόρημα. Για αυτό το σκοπό, ο Μαλαφέκας δημιουργεί ένα σύμπαν που αντλεί από χιτσκοκικό νουάρ (ο ήρωας ερωτεύεται μία άγνωστη γυναίκα μέσα από μία φωτογραφία), από ταραντινικό παλπ (ο ήρωας πίνει ουίσκια κατακαλόκαιρο με συντροφιά ντόπιους κάνοντας αντιστοίχου ύφους συζητήσεις), από καλιφορνέζικα σκηνικά (είπαμε, η Μεσακτή είναι παράδεισος των σέρφερς). Ξεκάθαρα, ο Μάκης Μαλαφέκας είναι πλέον πιο χαλαρός και απολαμβάνει τη συγγραφή περισσότερο, χαρίζοντάς μας πολύ χιούμορ, πολλή κοινωνική κριτική – με μία υφέρπουσα τρυφερότητα και αυτογνωσία – και πολλές αξέχαστες σκηνές. Καθώς σκέφτομαι το βιβλίο, διαπιστώνω πως υπάρχουν εικόνες που μού έχουν εντυπωθεί τόσο έντονα – λες και διάβαζα κόμιξ.

Αν υπάρχει κάτι στο οποίο ο Μαλαφέκας παίρνει άριστα δυο χρόνια τώρα, αυτό είναι οι διάλογοι, οι τόσο ρεαλιστικοί, αστείοι, καλοδουλεμένοι διάλογοι. Από φέτος ο Μαλαφέκας παίρνει άριστα και στη λογοτεχνική οικονομία. Σε περίπου 200 σελίδες, ο Μιχάλης Κρόκος προλαβαίνει να πήξει στην καυτή Αθήνα, να πάει στην Ικαρία, να γνωρίσει το νησί και τους ανθρώπους του, να χαθεί σε ένα δάσος καθώς ένα πανηγύρι κορυφώνεται, να διαλευκάνει ένα έγκλημα, να επισκεφτεί τη Μύκονο – και τίποτα να μη μοιάζει βιαστικό. Όλα να παραμένουν δουλεμένα ως την τελευταία φράση.

Απολαμβάνω τη γραφή του Μάκη Μαλαφέκα γιατί έχει πλάκα, έχει σασπένς, έχει αναφορές, είναι ποπ, και γιατί είναι ό,τι πιο πρωτότυπο, αυθεντικό και ακομπλεξάριστο κυκλοφορεί στην ελληνική συγγραφική παραγωγή τελευταία.

Η νόσος του μικρού θεού

Δεν είναι εύκολο αυτό που επιχειρεί η Ευτυχία Γιαννάκη στο νέο της μυθιστόρημα, Η Νόσος του Μικρού Θεού, το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εκδόσεις Ίκαρος.

Δύο χρόνια μετά την Πόλη στο Φως, το τρίτο και τελευταίο μέρος της Τριλογίας της Αθήνας, η Γιαννάκη επιστρέφει σε παλιά αλλά και σε νέα λημέρια. Ο Χάρης Κόκκινος – που πλέον συνοδεύεται από κίτρινα και όχι κόκκινα εξώφυλλα – βρίσκεται εδώ και τρία χρόνια στην ιδιαίτερη πατρίδα της μητέρας του, τις γραφικές Λεύκες της Πάρου, προσπαθώντας να ξεπεράσει μια προσωπική τραγωδία. Σε άδεια άνευ αποδοχών από την υπηρεσία, ανακαινίζει το νησιώτικο σπίτι και διάγει έναν κατά το δυνατόν ήρεμο βίο στις Κυκλάδες. Ένα έγκλημα το οποίο θα ταράξει την Πάρο και θα φέρει παλιούς του συναδέλφους από το Τμήμα Ανθρωποκτονιών στο νησί θα αποτελέσει την αφορμή της επανόδου του Κόκκινου στην ενεργό δράση.

Σε αντίθεση με τα προηγούμενα τρία μυθιστορήματά της, χωρίς φυσικά να το υποτιμά, στη Νόσο του Μικρού Θεού η Γιαννάκη δείχνει να μην ενδιαφέρεται πια τόσο για το μυστήριο καθαυτό. Πιο ώριμη από ποτέ, έχει πλέον αφομοιώσει πλήρως τη συνθήκη του αστυνομικού μυθιστορήματος, σύμφωνα με την οποία ο κοινωνικός σχολιασμός είναι αν όχι προαπαιτούμενο τότε σίγουρα ζητούμενο, και έχει προχωρήσει αρκετά βήματα παραπέρα – στη Νόσο η Γιαννάκη μας συστήνει ένα νέο κεντρικό ήρωα που στέκεται σε εντυπωσιακή αντίστιξη προς το σκοτεινό και στοιχειωμένο Χάρη Κόκκινο: το φωτεινό, ολόλευκο νησί της Πάρου. Για να πετύχει την αντίθεση αυτή, η Γιαννάκη θαρραλέα αποχαιρετά αρκετούς από τους δευτερεύοντες χαρακτήρες της Τριλογίας της Αθήνας, διατηρώντας μόνο τους απολύτως απαραίτητους, και αυτή τη φορά χαρίζει δυνατότερη φωνή σε περίπλοκους χαρακτήρες που δεν συνηθίζουμε να συναντούμε στη νεοελληνική μυθοπλασία – η τραβεστί Τζέλλα είναι εξαίσια σχηματισμένη, και δεν αποτελεί τη μόνη τέτοια περίπτωση.

Η συγγραφική εξέλιξη της Ευτυχίας Γιαννάκη είναι βεβαίως εμφανής σε ολόκληρο το βιβλίο, αλλά εντοπίζεται ιδιαίτερα στο Κεφάλαιο Μηδέν με την τόσο ιδαίτερη περιγραφή του βυθού (ο οποίος δίνει τον τίτλο στη νέα αυτή τριλογία, την Τριλογία του Βυθού), αλλά ακόμα περισσότερο στο Σημείωμα για τον Αναγνώστη που παραθέτει στο τέλος.

Οι τελευταίες σελίδες της Νόσου είναι από τα ωραιότερα, ανατρεπτικότερα, πιο αξέχαστα αυτόνομα κειμενα που διάβασα τελευταία σε σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα. Είναι τολμηρό, το ξέρω, αλλά θα το γράψω: αξίζουν οι σχεδόν 500 σελίδες του βιβλίου αυτού για τις τρεις τελευταίες του σελίδες, μετά τις οποίες ούτε τον Χάρη Κόκκινο, ούτε την Τριλογία της Αθήνας, ούτε την Πάρο, ούτε τα μυστήρια αλλά ούτε την ίδια την Ευτυχία Γιαννάκη μπορείς να δεις με το ίδιο μάτι. Έξοχο.

Μπολερό στη Μεσσηνία

Προ λίγων εβδομάδων ταξίδεψα για πρώτη φορά στη νότια Μεσσηνία.

Αφήνοντας την Εθνική Οδό – αυτή την ατελείωτη ευθεία πλήξης και ανακούφισης – στο ύψος της Καλαμάτας, μπήκαμε στην επαρχιακή οδό με κατεύθυνση τη Μεθώνη. Ο νέος οικισμός της Μεσσήνης μας έδωσε τροφή για σχολιασμό και αστεία διάρκειας αρκετών χιλιομέτρων («ελπίζω η Αρχαία Μεσσήνη να είναι ωραιότερη» και λοιπά αναμενόμενα), μέχρι που ο δρόμος άρχισε να κατηφορίζει αμυδρά αλλά σταθερά προς την ακτή. Στο μυαλό μου ήρθε κάτι που είχε κάπου κάποτε γράψει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος – όταν χάνεται σε ένα νησί, έλεγε, ακολουθεί την κατηφόρα γιατί ξέρει πως πάντα οδηγεί στη θάλασσα – ή κάτι τέτοιο.

Η παρέα μου εγκατέλειψε τον πολεοδομικό σχολιασμό της Μεσσήνης και άρχισε να καταπιάνεται με τη φύση: το συνδυασμό πεύκων, ελαιώνων και πικροδάφνης, τα διαφορετικά πράσινα. Εγώ σκεφτόμουν εμμονικά την Τοσκάνη, ένα ταξίδι προ πενταετίας που ποιος ξέρει αν και πότε θα αξιωθώ να ξανακάνω τώρα που όλα δείχνουν να αλλάζουν. Τα αμπέλια της Μεσσηνίας απλώνονταν με μία σεμνή ομορφιά, κάποιες βρύσες πάνω σε στροφές και κάτω από πλατάνια έδειχναν το δρόμο προς την παραλία. Αδημονούσα να φτάσουμε.

Η λίστα του Spotify κάνει πάντα τα δικά της, και έτσι, λίγο πριν την Πύλο άρχισε να μας παίζει το Μπολερό του Ραβέλ.

Η αρχικά ήρεμη επανάληψη του θέματος συντονίστηκε με τις στροφές και την ανυπομονησία μου. Σταδιακά, κάθε όργανο εισερχόταν στη σύνθεση και προσέθετε κάτι δικό του στις δύο μουσικές φράσεις καθώς εμείς αφήναμε πίσω μας εξόδους προς χωριά με παράξενα ονόματα όπως Τάπια και Φοινίκη. Η επίμονη μελωδία μας συνόδευε καθώς πλέον οδηγούσαμε παράλληλα προς τη θάλασσα.

Αρχικά δειλά και εν τέλει απολύτως πανηγυρικά, τα όργανα είχαν όλα εμφανιστεί και λες και χόρευαν γύρω μας με τον ήλιο και τις σκιές του μεσημεριού, το Μπολερό κορυφώθηκε σαν τελείωμα ζαλιστικού χορού κάτω από λαμπιόνια και κληματαριές. Είχαμε σχεδόν φτάσει στον προορισμό μας, το Μαυροβούνι.

Η κάθοδος προς τη νότια Μεσσηνία, η πρώτη ουσιαστική εξόρμηση μετά τον απίστευτο αυτό χειμώνα, θα είναι για πάντα ντυμένη με αυτή τη μελωδία που δεν είναι παρά μια γιορτή για την επιμονή, την υπομονή και την εγκαρτέρηση: στο τέλος όλα βγάζουν νόημα, όλα παίρνουν τη θέση τους, όλα καταλήγουν να χορεύουν μεθυστικά σε μια παραθαλάσσια επαρχία.

Δουλεύοντας από το σπίτι

D8CF5E21-FD7C-4E13-9FA5-128193921861

Για κάποιους από εμάς, τους οποίους οι περισσότεροι θεωρούν «τυχερούς», η τηλεεργασία που, για τους λάθος λόγους, φοριέται πολύ τελευταία είναι μέρος της καθημερινότητάς μας εδώ και χρόνια.

Συνέχεια

Θαλασσινή προσευχή

81otv7P1NYL

Λίγο πριν την αναμέτρηση με τη μεγάλη, αφιλόξενη Μεσόγειο θάλασσα, ένας πατέρας γράφει μία επιστολή στο μικρό γιο του. Έχουν μόλις αφήσει πίσω τους το χωριό τους, κάπου στη Συρία, εξ’ αιτίας του Εμφυλίου, οι αναμνήσεις από το σπίτι, τα λιβάδια, τους συγγενείς, τους φίλους και τη ζωή που έχασαν ακόμα πάλλονται ολοζώντανες.

Συνέχεια

Διαβάζοντας μόνη

Κρύβεται μία απερίγραπτη ευτυχία, μία ηδονή, στα ραντεβού με ένα βιβλίο. Δεν εννοώ στο σπίτι, στο βιβλιοπωλείο ή σε μία βιβλιοθήκη. Εννοώ τα κανονικά ραντεβού, αυτά που οι άνθρωποι συνηθίζουν ανά ζεύγη ή σε παρέες. Σε καφέ, σε πάρκα ή σε παραλίες, αλλά κυρίως σε εστιατόρια. Ένα ωραίο πιάτο, λίγο καλό κρασί, το βιβλίο μου και εγώ.

Οι λέξεις, οι φράσεις, τα κεφάλαια, όλες οι σκέψεις που περνούν από το νου καθώς διαβάζω μόνη. Απολαμβάνω το βιβλίο, το γεύμα, και κυρίως διασκεδάζω με όλους αυτούς που με κοιτούν απορημένοι.

Δεν είμαι, βέβαια μόνη. Με συνοδεύουν όσοι διάβασαν κάποτε το βιβλίο και μου μίλησαν για αυτό. Αυτός που μου το πρότεινε, μου το χάρισε ή μου το δάνεισε. Μου κρατούν νοερά συντροφιά όσοι θα με ακούσουν να τους το περιγράφω. Όσοι ξέρω πως θα το βαρεθούν. Πως θα το παρατήσουν. Με συνοδεύουν, επίσης, όλοι εκείνοι στους οποίους θα ήθελα αλλά δεν μπορώ πια να το προτείνω, να το χαρίσω, να το στείλω δώρο.

Εκείνοι που με βλέπουν μόνη και παραξενεύονται, πού να ήξεραν ότι γύρω από το τραπέζι μου έχει στηθεί ένα τόσο ξέφρενο πάρτι!

Βόλτα στο Βερολίνο

Όταν έχεις πέντε ώρες ελεύθερες, περπατάς την πιο συναρπαστική πρωτεύουσα της Ευρώπης από τη Stadtmitte ως το Hackescher Markt, πετάγεσαι ως το Museuminsel να δεις την προσθήκη του David Chipperfield στο Neues Museum, σταματάς για τσάι μέντα σε χίψτερ καφέ, και συνεχίζεις για τα καλά ως τα ανατολικά, ξαναβλέπεις τα μέρη με άλλα μάτια και συνειδητοποιείς πως η ιστορία είναι εκεί, σε κάθε σου βήμα.