Καναπές, κουβέρτα, τζάκι, ταινίες #1

Αν δεν έχεις τη συγκέντρωση να διαβάσεις, αν ακόμα και την Παραμονή των Χριστουγέννων εργάζεσαι, αν δεν θέλεις να δεσμευτείς σε μία ακόμα σειρά, τότε οι μέρες αυτές ενδείκνυνται για ταινίες. Πολλές ταινίες. Ανάβεις το τζάκι ή τα κεριά σου, φτιάχνεις ένα φλυτζάνι τσάι, παίρνεις την αγαπημένη σου κουβέρτα και είσαι βασιλιάς.

Συνέχεια

Δεκαετία

Σήμερα εδώ, πάνω από ένα εξελόφυλλο με σπασμένα values και κελιά που μετράνε σε αριθμούς τη δουλειά που για πρώτη φορά στήνω σχεδόν μόνη μου ένα χρόνο τώρα, τελευταίο Σάββατο του χρόνου, ήρθε στη σκέψη μου ξανά η σκηνή από ένα βιβλίο.

Συνέχεια

Περί 2019

fleabag-1

Αν και γενικά αποφεύγω τις ανασκοπήσεις, το 2019 ενδείκνυται για πάσης φύσεως λίστες, και όχι μόνο λόγω της αυλαίας σε μία ακόμη ιστορική δεκαετία – γιατί ποια δεκαετία δεν είναι ιστορική;

Συνέχεια

Καλοκαιρινό Διάβασμα #2: Μπροστά Στα Μάτια Τους

864eb3225530352e00503e842baaec4c

Και από εκεί που διάβαζα Στάθη Τσαγκαρουσιάνο στα Εξάρχεια, βρέθηκα να πρέπει να επιλέξω βιβλίο για μία πτήση δέκα ωρών.

Συνέχεια

Καλοκαιρινό Διάβασμα #1: Ας Φυσά Τώρα

as-fysa-1

«Τι εννοείς  ‘δεν ήξερες ότι γράφει ωραία;'» με ρώτησε με απορία και υφέρπουσα απαξίωση η βιβλιοφάγος φίλη μου ρουφώντας την τελευταία γουλιά από το κρασί της σε κάποιο μπαρ των Εξαρχείων λίγο πριν αποχωριστούμε για τις διακοπές. «Δεν ήξερες ότι γράφει ωραία ο Τσαγκαρουσιάνος δηλαδή;».

«Δεν ήξερα ότι γράφει τόσο ωραία», έσπευσα να δικαιολογηθώ.

Ήμουν ειλικρινής. Τα χρόνια που η γενιά μας ρουφούσε λέξη-λέξη κάθε κείμενο του Τσαγκαρουσιάνου στην Ελευθεροτυπία, το 01 και το (symbol), εγώ βρισκόμουν στο Λονδίνο και ξεροστάλιαζα για τη στήλη του Will Self στον Independent της Κυριακής (στα 20 το θεωρούσα μεγάλη μαγκιά να έχεις απολυθεί από τον Observer επειδή σε έπιασαν να κάνεις ηρωίνη στο πρωθυπουργικό τζετ ενόσω κάλυπτες την προεκλογική εκστρατεία του John Major, οπότε ακόμα και οι κάπως βαρετές και ακατανόητες στήλες του έπαιρναν άλλη χάρη, κάτι σαν κυριακάτικη πρωινή επίσκεψη σε υπόγειο punk club στο Farrington). Νωρίτερα, γύρω στο 1995-1996, ήμουν φαν του Οδυσσέα Ιωάννου στο περιοδικό Μετρό. Η στήλη «Κέρματα» (η οποία το 2006 έγινε βιβλίο με τίτλο Ζει το κορίτσι του fruit punch? από τις εκδόσεις Κέδρος) ήταν η απολύτως αγαπημένη μου – ακόμα θυμάμαι τη φράση «άνοιξε τώρα μια αγκαλιά να πέσω με τα μούτρα», η οποία ολοκλήρωνε ένα κατά τα λοιπά σχεδόν δακρύβρεχτο κείμενό του.

Τον Τσαγκαρουσιάνο κάπου τον έχασα. Κάθε που επέστρεφα στην Αθήνα, ο φίλος μου ο Παντελής με παρότρυνε να διαβάσω κάτι δικό του, μία φορά είχε προσφερθεί να μου δανείσει τη συλλογή των 01 που φύλαγε στο δωμάτιό του, αλλά εγώ θεωρούσα ότι όλο αυτό ήταν κάτι που ουδόλως με αφορούσε, που ήταν για τους άλλους, εκείνους που έμεναν εδώ και που η Αθήνα ήταν, τρόπον τινά, η μεγάλη απορία τους.

Φυσικά, τα editorial στο LiFO από το 2005 και μετά δεν τα έχανα, και δεν ήταν λίγες οι φορές που διαβάζοντάς τα σκέφτηκα «μα πώς το έγραψε αυτό; πώς το κατάφερε σε τόσο λίγες λέξεις;». Ποτέ όμως δεν ασχολήθηκα με το πού βρισκόταν ο Τσαγκαρουσιάνος πριν το LiFO, τι τον έφτασε να γράφει, να γράφει έτσι, ποιες ήταν οι απαρχές του.

Το Ας Φυσά Τώρα, που κυκλοφόρησε από τη ΔΥΟΔΕΚΑ εκδοτική πριν λίγους μήνες, πρόκειται για αυτό ακριβώς: μία συλλογή κειμένων του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου διαφορετικών εποχών που, σαν παράξενο παζλ, περιγράφουν και εξηγούν τις καταβολές του, το πέρασμα από το νησί του στην μεγάλη Αθήνα.

Χωρισμένο σε δύο μέρη, Νησί και Πόλη, το Ας Φυσά Τώρα εκκινεί από την παιδική ηλικία του Τσαγκαρουσιάνου στη Ζάκυνθο, τους γονείς και τα αδέλφια του, τους γείτονες, τις φιλίες, τα ερωτικά σκιρτήματα, τα πάρτυ και τα πανηγύρια, τον κινηματογράφο (που έμελλε να παραμείνει το μεγάλο του πάθος εφ’ όρου ζωής). Πιθανότατα άθελά του, η συρραφή αυτών των κειμένων μετασχηματίζεται σε ένα λογοτεχνικό χρονογράφημα, μία σύντομη τοιχογραφία της μεσογειακής επαρχίας της δεκαετίας του ’70, με τα χωράφια, τα χωριά, τις παραλίες, τις δυσιδαιμονίες, τα μικρά και τα μεγάλα δράματά της, με τα παιδιά που άπλωσαν διψασμένα τα κλωνάρια τους σε άλλους τόπους αφήνοντας όμως τις ρίζες τους βαθιά χωμένες εκεί.

Στην Πόλη, το δεύτερο και μακροσκελέστερο μέρος του βιβλίου, ο Τσαγκαρουσιάνος βρισκεται πλέον στην Αθήνα, και, στην προσπάθειά του να ψηλαφίσει και και να επιλέξει τη θέση του στη μεγαλούπολη που αλλάζει κάθε νύχτα, μεταμορφώνεται σε αυτό που γνωρίζουμε πως είναι μέχρι και σήμερα: στον αιχμηρό, συχνά κυνικό αλλά και ευαίσθητο παρατηρητή που, μέσα σε διακόσιες λέξεις μπορεί να ανατμήσει όσα άλλοι δεν κατάφεραν σε χίλιες.

Αν και το Νησί με μάγεψε περισσότερο – σαν ταινία του Φελίνι, του Τορνατόρε και του Κακογιάννη μαζί – στην Πόλη κατανόησα τη λατρεία των συνομηλίκων μου στον Τσαγκαρουσιάνο του 01 και του (symbol) : κάπου στα τέλη του ’90 και στις αρχές του 2000, ένας τύπος που θα μπορούσε, αλλά δεν ήταν ο μπαμπάς τους, τούς περιέγραψε δίχως περιστροφές τη δική του Αθήνα, μέσα από την ίδια αιρετική ματιά με τη δική τους.

Και αυτός, όπως και όλοι μας διαρκώς εδωγύρω, επαρχιώτης στην Ομόνοια μες στο ψιλόβροχο αρχές του Μάη.

 

Η Σιωπηλή Ασθενής

9d725823976052b95f58b17fa2990fa0Όσοι νομίζουν πως ο ρόλος ενός καλού αστυνομικού μυθιστορήματος είναι να τρομάξει, να ιντριγκάρει, να δημιουργήσει σασπένς, είναι πολύ βαθιά νυχτωμένοι.

Συνέχεια