Αυτή τη φορά όλα ήταν διαφορετικά
Δηλαδή, ήταν όλα διαφορετικά αλλά και ακριβώς τα ίδια. Έμενα στο ίδιο κανάλι. Μόνο που αυτή τη φορά το χειμωνιάτικο φως το έντυνε αλλιώς.
Το ξενοδοχείο-σπίτι μακριά από το σπίτι, αυτή τη φορά μου έδωσε ένα από τα ωραιότερα δωμάτια: μία σοφίτα με τις αμυγδαλιές του Βαν Γκόγκ.
Για πρώτη φορά δεν παραπονέθηκα για το πρωινό ξύπνημα: το χάραμα από το παράθυρό μου ήταν απερίγραπτο.
Άρχισα να παρατηρώ τις λεπτομέρειες: Τις σκεπές της γειτονιάς.
Τα φθινοπωρινά φύλλα, τα ποδήλατα, τα ξανθά μωρά, μία νόστιμη σούπα κολοκύθα, μία δυνατή μπύρα.
Για πρώτη φορά αποδέχτηκα με χαρά έναν καλό λόγο για τη δουλειά μου. Δεν κούνησα, όπως πάντα, το κεφάλι ντροπαλά με μετριοπάθεια. Κοίταξα το συνάδερφο στα μάτια και είπα ευχαριστώ.
Περπατούσα στους δρόμους κι έπαιρνα τις πιο απρόβλεπτες φωτογραφίες.
Μπαίνοντας στο Rijksmuseum το πρώτο που έκανα δεν ήταν να στρέψω την κάμερα προς τα αριστουργήματα της ευρωπαϊκής τέχνης. Προτίμησα έναν όμορφο άντρα.
Η είσοδος του μουσείου μου θύμισε τους Παγοδρόμους του Χέντρικ Άβερκαμπ.
Αυτή τη στιγμή κάθομαι στο καφέ του μουσείου, η δουλειά έχει τελειώσει, κι αναρωτιέμαι τι να ήταν αυτό που άλλαξε τα πάντα. Μπορεί να ήταν η Φέρλε που ταξίδεψε από την Αμβέρσα μόνο και μόνο για να φάμε μαζί εδώ προχτές. Ίσως, πάλι, να ήταν το δώρο που μου άφησε κρυφά η Πέτρα σε ένα ντουλάπι πριν φύγει για ένα μήνα στη Ρουάντα. Μπορεί να ήταν και ο Τιμ, που μόλις με είδε ξαφνικά μπροστά του πετάχτηκε γελαστός από την καρέκλα. Ή ο Άλιστερ, που μου δίνει πάντα όλο το κουράγιο να συνεχίσω.
Νομίζω πως αυτό είναι. Δεν είναι η πόλη, που πάντα είναι υπέροχη. Δεν είναι η δουλειά, που πάντα έχει ενδιαφέρον.
Οι άνθρωποι είναι, που τόσο μακριά, τόσο αραιά, τόσο πιεσμένα, καταφέρνουν πάντα να κάνουν τη διαφορά.
«Ο Άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση» – Andre Breton
Ή, οι Άνθρωποι – Sue 🙂