Οδύσσεια_06

20130624-171737.jpg

Διαβάζοντας σκέφτομαι πως το βιβλίο έχει πλέον απενδυθεί του μύθου του στο μυαλό μου. Έχει πάψει να είναι ο δύσκολος-δύσβατος Οδυσσέας του Τζέημς Τζόυς. Είναι απλά το βιβλίο που διαβάζω, το βιβλίο που με συντροφεύει και με στηρίζει αυτό τον καιρό, το βιβλίο που με δυσκολεύει χωρίς ποτέ να με απωθεί.

Προς το τέλος των Λωτοφάγων, και με έντονη την ειρωνία, ο Τζόυς παρακολουθεί μέσα από τα μάτια του Bloom πιστούς καθολικούς να μεταλαμβάνουν και σχολιάζει:

Shut your eyes and open your mouth. What? Corpus: body. Corpse. Good idea the Latin. Stupefies them first. Hospice for the dying. They don’t seem to chew it: only swallow it down. Rum idea: eating bits of a corpse. Why the cannibals cotton to it.

Ο Άδης, το μνημειώδες κεφάλαιο του βιβλίου στο οποίο ο επικός ήρωας παρίσταται σε μία κηδεία, είναι πράγματι τόσο σπουδαίο όσο θέλουν οι φήμες. Στα βαθιά νερά του Τζοϋσιανού σύμπαντος πλέον, ήρθα αντιμέτωπη με μυστηριακές σκέψεις για το θάνατο, τα ταφικά έθιμα, την πατρότητα. Ο ιδιοφυής αυτός συγγραφέας δίνει αφηγηματικές ανάσες σε μία πρόζα δύσβατη πλην όμως όχι δυσβάσταχτη.

Παρεμβάλλει έμμετρο λόγο στο πεζό του κείμενο:

Rattle his bones. Over the stones. Only a pauper. Nobody owns.

Κάνει χαριτωμένα σχόλια για τις γυναίκες:

Must be careful about women. Catch them once with their pants down. Never forgive you after.

Χρησιμοποιεί μαύρο χιούμορ:

A corpse is meat gone bad. Well and what’s cheese? Corpse of milk.

Σαν αγριολούλουδα ανάμεσα στις ταφόπλακες.

Σχολιάστε