Προτιμώ να μείνουμε φίλοι

Θύμωσα πάρα πολύ. Και στενοχωρήθηκα ακόμη περισσότερο. Ας πάρουμε, όμως τα πράγματα από την αρχή για να καταλαβαινόμαστε.

Κατά σατανική σύμπτωση, τον τελευταίο καιρό έχει τύχει να διαβάσω όσα διηγήματα δε διάβασα ποτέ στη ζωή μου. Νέων Ελλήνων συγγραφέων. Κάποια ανήκουν σε μία γνωστή και αρκετά δημοφιλή συλλογή που έχει κάνει τέσσερις-πέντε επανεκδόσεις και φαίνεται ότι αρκετοί είδαν πολλά σε αυτή. Κάποια άλλα ανήκουν σε έναν άλλο συγγραφέα που μου αρέσει πολύ, και που την τελευταία δεκαετία τα έχει εκδώσει διάσπαρτα σε περιοδικά και ανθολογίες. Σημειώνω εδώ ότι καμία σημασία δεν έχει ποιοι είναι οι εν λόγω συγγραφείς. Καμία.

Συνολικά διάβασα, λοιπόν, την τελευταία βδομάδα καμιά εικοσιπενταριά διηγήματα. Άλλα μου φάνηκαν εξαιρετικά. Τα τελείωσα και τα ξαναδιάβασα από την αρχή αμέσως. Άλλα ήταν μετρίως πειραματικά – δεν είναι κακό αυτό. Άλλα τα βρήκα αδιάφορα. Και άλλα δε μου άρεσαν καθόλου. Μα καθόλου.

Η τελευταία φορά που είχα διαβάσει διηγήματα πριν τη βδομάδα που μας πέρασε ήταν πριν από περίπου δύο μήνες. Ο Γιάννης Παλαβός, φίλος μου καλός και, εσχάτως, αγαπημένος, μου έστειλε το pdf αρχείο με την τελευταία του συλλογή διηγημάτων με τίτλο το «Αστείο».

Λίγα λόγια για το Γιάννη, άλλα αντικειμενικά, άλλα όχι.

Η πρώτη του συλλογή διηγημάτων, το «Αληθινή Αγάπη και άλλες Ιστορίες» κυκλοφόρησε το 2007. Ο Γιάννης ήταν τότε 27 χρονών και μπήκε στη μικρή λίστα του περιοδικού Διαβάζω για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Δύο χρόνια αργότερα, το 2009, ο Γιάννης, μαζί με το Σωτήρη Μπαμπατζιμόπουλο, έγραψε το «Σαν Άνγκρε – Τα δάκρυα της Φον Μπράουν». Διηγήματα του Γιάννη έχουν διακριθεί σε διάφορους διαγωνισμούς κι έχουν σταθεί αρκετά τυχερά για να βρουν το δρόμο της δημοσίευσης σε περιοδικά όπως το Δέντρο, τα (Δε)κατα και το Εντευκτήριο.

Γνώρισα το Γιάννη μέσω φίλων. Δεν είχα, κι ακόμα δεν έχω, διαβάσει καμία άλλη δουλειά του. Αρχικά μου είχε φανεί απλώς άλλος ένας ενδιαφέρων τύπος. Δεν είναι. Είναι πολλά παραπάνω. Και είναι και τόσο μετρημένος που με παρακάλεσε ευγενικά να μη διαβάσω ποτέ το πρώτο του βιβλίο. Δεν ξέρω αν το έχει απαξιώσει, αλλά το σεβάστηκα.

Με το Γιάννη ένα βράδυ στα Εξάρχεια. Μιλάμε για το Αστείο του κι επιμένει να διαβάσω Χούλιο Κορτάσαρ. (Φωτό: Λίλα Τζαμούση)

Διάβασα, λοιπόν, κατευθείαν το «Αστείο», την τελευταία του δουλειά, ένα Σάββατο μεσημέρι. Μονορούφι. Στον υπολογιστή. Δε θέλω να γράψω πόσο σπουδαίο είναι, τι εικόνες, τι ανθρώπους, τι ιστορίες αφηγείται. Δε θέλω να γράψω πόσο πραγματικά εξαίσια το κάνει, πόσο συγκινητικό ταλέντο έχει και τι τεχνικές χρησιμοποιεί.

Πρέπει, όμως, να με πιστέψετε: Το «Αστείο» του Γιάννη Παλαβού είναι ένα σπουδαίο βιβλίο. Δηλαδή πρέπει να γίνει. Βιβλίο.

Ακόμα και σήμερα, μετά από αλλεπάλληλες συναντήσεις με εκδοτικούς οίκους, το «Αστείο» παραμένει στο συρτάρι. Δηλαδή παραμένει αποθηκευμένο σε κάποιους υπολογιστές. Όσοι «ειδικοί» το διάβασαν το βρήκαν εξαιρετικό. Αλλά δυστυχώς δεν μπορούν να το εκδώσουν. Λίγο η κρίση, λίγο το ότι το διήγημα «δεν πουλάει», την τελευταία φορά που είδα το Γιάννη μου φάνηκε απογοητευμένος. «Δεν πρέπει», του έλεγα «Κάτι θα γίνει, θα δεις». «Ακούω συνέχεια το ίδιο», μου είπε κάποια στιγμή εκείνος, «Αυτό το άθλιο, το ‘είναι πολύ καλό αλλά δε γίνεται’, κάπως σαν το ‘είσαι πολύ καλό παιδί αλλά προτιμώ να μείνουμε φίλοι'».

Θύμωσα. Το «Αστείο» είναι συνολικά καλύτερο από τα περισσότερα διηγήματα που διάβασα το τελευταίο διάστημα – τα οποία, επαναλαμβάνω, έχουν ήδη εκδοθεί. Μακράν καλύτερο. Σκέφτομαι πόσα άλλα μικρά διαμάντια βρίσκονται κρυμμένα σε συρτάρια, επιφάνειες εργασίας και cd, σε pdf, doc ή εκτυπωμένα και κιτρινίζουν, απλώς επειδή οι εκδοτικοί οίκοι προτιμούν να μείνουνε φίλοι.

Θυμώνω και λυπάμαι, επίσης, για όλους εσάς που θα διαβάσετε αυτό το post και δεν θα καταλαβαίνετε τι εννοώ όταν γράφω ότι το «Αστείο» είναι σπουδαίο. Στενοχωριέμαι που αν αυτό το pdf δεν γίνει βιβλίο δε θα έχετε την ευκαιρία να το διαβάσετε ποτέ.

Και αυτό είναι πολύ κρίμα. Και καθόλου αστείο.

 

12 σκέψεις σχετικά με το “Προτιμώ να μείνουμε φίλοι

  1. Έχω καταλήξει ότι η λογική «τα διηγήματα δεν εκδίδονται γιατί δεν πουλάνε» είναι αυτοανατροφοδοτούμενη από τους εκδοτικούς οίκους. Εγώ ως αναγνώστης ποτέ δεν θα διστάσω να διαβάσω ένα βιβλίο με κριτήριο το αν είναι μυθιστόρημα ή διηγήματα.
    Αν όντως το Αστείο είναι σπουδαίο, νομίζω τελικά δεν θα χαθεί.

  2. Συμφωνώ. Καθόλου αστείο. Και έχω κι εγώ απορήσει πολλάκις πόσα διαμάντια βρίσκονται θαμμένα, μαζί με τις δικές μου απόπειρες, σε συρτάρια και ξεχασμένα CD…

      1. Φαντάζομαι συνδυασμός πραγμάτων…Από τη μία δεν έχουμε μεγάλη παράδοση στα διηγήματα, από την άλλη οι καιροί είναι πραγματικά δύσκολοι για να επενδύσεις σε κάτι που τα βιβλιοπωλεία δεν θα πρωωθήσουν στο κοινό τους. Η αλήθεια είναι ότι όταν τον διάβασα, δεν είχε δημοσιεύσει ακόμα τίποτα (την Αληθινή αγάπη είχα διαβάσει)

  3. Κατανοώ πλήρως τι σημαίνει όλη αυτλη η διαδικασία του να πηγαίνεις σε εκδότες και να είσαι σλιγουρος για το «ναι αλλά…» ή να περιμένεις επί ματαίω απάντηση. Το έχω υποστεί όχι ως λογοτέχνης αλλά ως μελετήτρια. Η διατριβή μου ήδη πάλιωσε κι είναι ακόμα και τώρα η μόνη στο είδος της. Το πήρα απόφαση πια.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s