(I think I made you up inside my head.)

Το Bell Jar κυκλοφόρησε μετά την αυτοκτονία της. Η Sylvia Plath, χρόνια καταθλιπτική και βαθιά δυστυχισμένη, έδωσε τέλος στη ζωή της το 1963, βάζοντας το κεφάλι της στο φούρνο και ανοίγοντας την παροχή γκαζιού. Ήταν 30 ετών. Στην ηλικία μου περίπου.

Η δική μου εμπειρία με την κατάθλιψη («κλινική κατάθλιψη», «διπολική διαταραχή», όλα αυτά τα επιστημονικά και επίσημα, που είναι ασθένειες, κι ας μη βλέπεις αίμα, ας μη βλέπεις πυρετό, ο άλλος πονάει, λένε, δες το κι ας μην το βλέπεις) ήταν μέχρι τώρα απλά («απλά»; ας  το πούμε απλά) σε επίπεδο συναναστροφής. Κοντινοί μου άνθρωποι, άνθρωποι που αγάπησα, που ίσως αγαπώ ακόμα κι ας μην το παραδέχομαι, ζουν με αυτή. Παλεύουν κάθε μέρα με τα φαντάσματά τους, άλλοτε τα νικάνε, άλλοτε όχι, άλλοτε πάλι παρατάνε τον αγώνα. Και πάλι από την αρχή.

Κατά καιρούς παρακολούθησα τις σκοτεινές μάχες τους, προσπάθησα να βοηθήσω, να καταλάβω. Μάταια. Μέρα με τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα, μήνα με το μήνα, έβλεπα πόσο λίγη ήμουν. Πόσο αδύναμη να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων, να πολεμήσω στο πλάι τους. Έβλεπα πως τους έχανα.

Θυμάμαι θύμωνα πολύ. Θύμωνα με μία ασθένεια με την οποία δεν μπορούσα να ταυτιστώ, θύμωνα που δεν την έβλεπα, που η μόνη άμυνα (από ποιον; δεν έχει σημασία) ήταν η απομάκρυνση.

Ήμουν θυμωμένη όταν το διάβασα.

Το Bell Jar αποτέλεσε βίβλο της γυναικείας χειραφέτησης και φεμινιστικό μανιφέστο («So I began to think maybe it was true that when you were married and had children it was like being brainwashed, and afterward you went about as numb as a slave in a totalitarian state»). Λίγο με άγγιξε σε αυτό το επίπεδο. Έως καθόλου.

Μέσα στο γυάλινο κώδωνα ο οποίος σταδιακά την κυκλώνει και την απομονώνει, η Esther, ηρωίδα της Plath, πορεύεται μοναχική και απελπισμένη, εγκαταλείποντας τις φιλοδοξίες της, τον έρωτα, τη φιλία. Αρχικά αισιόδοξη («There must be quite a few things a hot bath won’t cure, but I don’t know many of them», διάσημη φράση από το βιβλίο), η Esther/Sylvia παραδίδεται στην κατάθλιψή της («On the deck of a ship or at a street café in Paris or Bangkok – I would be sitting under the same glass bell jar, stewing in my own sour air (…)I took a deep breath and listened to the old bray of my heart:  I am, I am, I am»).

Θύμωνα αλλά καταλάβαινα.

Η πράσινη συκιά με τα ζουμερά σύκα, κάθε ένα από τα οποία αντιπροσωπεύει τις μεγάλες αποφάσεις, τις μεγαλύτερες εναλλακτικές και τα τεράστια διλήμματα στη ζωή (καριέρα, οικογένεια, ταξίδια, διακρίσεις, τόσα πολλά, άλλα συνδυάζονται, άλλα όχι, άλλα τα θέλει πραγματικά, άλλα όχι, αλλά πώς να ξέρει αν δε δοκιμάσει;) είναι εκεί, τα σύκα είναι εκεί, λαχταριστά, την περιμένουν να τα φάει – αλλά η Esther/Sylvia κάθεται στη σκιά του δέντρου πεινασμένη και περιμένει, αναποφάσιστη, ανίκανη να διαλέξει. Και τα σύκα σαπίζουν ένα-ένα και πέφτουν. Όλα.

Θύμωνα αλλά καταλάβαινα περισσότερο.

Το Bell Jar είναι τελικά ένα υπέροχο, σπουδαίο λογοτεχνικό βιβλίο. Είναι μια αυτοβιογραφική περιπλάνηση στην άβυσσο του ανθρώπινου νου (διαβάζοντας άκουγα συνέχεια το Windmills of Your Mind, παράξενο πώς βιβλίο και μελωδία ταίριαξαν στο μυαλό μου. Windmills of my mind).

Δεν έπαψα να είμαι θυμωμένη όταν το τελείωσα. Αλλά κάτι κατάλαβα. Απάντηση βέβαια στην ερώτηση της Plath δε βρίσκω. Μάλλον δεν είχε βρει ούτε κι εκείνη.

«Is there no way out of the mind?»

2 σκέψεις σχετικά με το “(I think I made you up inside my head.)

  1. Είναι κι εμένα ένα απ’ τα αγαπημένα μου βιβλία, τόσο αληθινό, κυνικό και τρυφερό μαζί… τόσο ωραία γραμμένο και ταυτόχρονα απογυμνωτικό [sic] για την ηρωίδα… μεγάλη αγάπη…

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s